07/12/2011

Ελληνικές παροιμίες

Βάζει η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες....
Βαθιά βροντή, κοντή βροχή. (Παξοί)
Βαθύ ποτάμι δεν κάνει κρότο.
Βαίνω κατά κρημνών.
Πάω κατά διαβόλου. (Πλάτωνας, Νόμοι 944α)
Βάλ' το μάνταλο στην πόρτα να κοιμάσαι ξένοιαστος.
Βάλανε το λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Βάλανε τον τρελό να βγάλει το φίδι απ' την τρύπα.
Βάλε αλεύρι, κάμε πίτα.
Βάλε-βγάλε παπά τη βράκα σου. (Κρήτη)
Βάλε ελιά για τα παιδιά σου και μηλιά για την κοιλιά σου. (Παξοί)
Βάλε κλειδί στη γλώσσα σου.
Βάλε λάδι κι έλα βράδυ.
Βάπτισμα του πυρός.
Βάρα γροθιά του μαχαιριού να δεις ποιος θα πονέσει.
Βάρα με μία με τ' σκούφια σ'.
Βαράτε με κι ας κλαίω!
Βαρβαρίτσι, Νικολίτσι, Σάββα τι ήθελες στη μέση; (Παξοί)
Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.
Βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει.
Βαστάτε Τούρκοι το λαγό να κατουρήσει ο σκύλος. (Παξοί)
Βγάζει απ΄ τη μυίγα ξύγγι.
Βγήκε η πομπή τσι στράτες, κοροϊδεύει τσου διαβάτες. (Παξοί)
Βέργα που λυγάει δε σπάει.
Βλέπεις το λύκο, κι εσύ ψάχνεις τ’ αχνάρια.
Το λύκο τον βλέπεις, τον τορό (χνάρι) γυρεύεις?
Βλέπω το δέντρο και χάνω το δάσος.
Βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος.
Ο πόλεμος διδάσκει κάθε είδους βιαιότητα. (Θουκυδίδης, ΙΙΙ, 82.2)
Βίον καλόν ζης αν γυναίκα μη έχεις.
Καλή ζωή ζει εκείνος που δεν έχει γυναίκα.
Βίος αβίωτος.
Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος.
Ζωή χωρίς γιορτές, μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο. (Δημόκριτος, 230)
Βλὰξ ἄνθρωπος ἐπὶ παντὶ λόγῳ ἐπτοῆσθαι φιλεῖ.
Βλέπεις φαί, κάτσε φάε. Βλέπεις ξύλο, σήκω φύγε.
Βοήθα με να σε βοηθώ ν’ανεβούμε το βουνό.
Βοήθα μ', εφτωχέ, μη γίνουμαι άμμον εσέν. (Ποντιακή)
Βόηθα με φτωχέ μη γίνω σαν και σένα. (Παξοί)
Βοηθείστε οι στραβοί τον ανοιχτομάτη.
Βοήθα παπά, να θάψουμε πέντε-έξι.
Βρήκαμε παπά, να θάψουμε πέντε-έξι.
Βοή λαού, οργή θεού.
Βόιδι πήγε, μοσχάρι γύρισε.
Βουνό με βουνό δε σμίγει.
Βους επί γλώσση μέγας.
Λέγεται για κάποιον που κρατά από δωροδοκία ή από ανωτέρα βία το στόμα του κλειστό.
Βρακί δεν έχει να φορέσει, στολίδια γυρεύει.
Βρακί δεν έχει ο κώλος μας, γαρίφαλο στ' αυτί μας.
Βρέξει χιονίσει η πινιάτα θα γιομίσει. (Παξοί)
Βρες δουλειά, να βρεις βασίλειο.
Βρες μου ένα ψεύτη να σου βρω κι εγώ ένα κλέφτη.
Βρέχει καρεκλοπόδαρα.
Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλιασε η καρδιά του.
Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναστέναξε η καρδιά του.
Βρήκε ο γύφτος λάδι αλείφει και τα αρχίδια του
Βρήκε ο γύφτος βούτυρο κι άρχισε ν΄αλείφει και το γκόλο του (Καστοριά)
Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ. (Θρησκ.)
Βρομάει μπαρούτι.
Βροντάν τα σίδερα, βροντάν κι οι σακοράφες.
Bρώμα και δυσωδία.
Για χαρακτηρισμό κάποιου φαύλου προσώπου ή ανήθικης κατάστασης. Από τη φράση «σκωλήκων βρώμα και δυσωδία» (τροφή σκουληκιών και δυσοσμία) στη νεκρώσιμη ακολουθία.
Βαράει το σαμάρι ν' ακούσει το γαϊδούρι.
Βρηκε ο γαιδαρος βρακι να φορεσει στο Δαφνι(=τρελοκομειο)

No comments:

Post a Comment