Βάση του λεξικού Αναδιάταξη = τροποποιώ τη διευθέτηση, την τακτοποίηση κάποιου συνόλου.
Τώρα τακτοποίηση = βάζω κτ. στη θέση του, το βάζω σε τάξη· συγυρίζω β. (προφ.) τιμωρώ κπ· συγυρίζωII: Θα σε ταχτοποιήσω! Tον ταχτοποίησα καλά αυτόν! 2α. (για αφηρ. ουσ.) κανονίζω, ρυθμίζω: Επίσης υπάρχει και : Πέθανε πριν προλάβει να τακτοποιήσει τα παιδιά του.
Μετά από όλα αυτά θα μας τακτοποιήσουν μια χαρά!!! Που σημαίνει τί;
Δε ξέρω αλλά σίγουρα δάνειο θα πάρουμε το είπε με κλάματα στα μάτια, η Καγκελάριος μας, για το καλό το δικό μας..... και της Ευρώπης φυσικά.
Τώρα τακτοποίηση = βάζω κτ. στη θέση του, το βάζω σε τάξη· συγυρίζω β. (προφ.) τιμωρώ κπ· συγυρίζωII: Θα σε ταχτοποιήσω! Tον ταχτοποίησα καλά αυτόν! 2α. (για αφηρ. ουσ.) κανονίζω, ρυθμίζω: Επίσης υπάρχει και : Πέθανε πριν προλάβει να τακτοποιήσει τα παιδιά του.
Μετά από όλα αυτά θα μας τακτοποιήσουν μια χαρά!!! Που σημαίνει τί;
Δε ξέρω αλλά σίγουρα δάνειο θα πάρουμε το είπε με κλάματα στα μάτια, η Καγκελάριος μας, για το καλό το δικό μας..... και της Ευρώπης φυσικά.
No comments:
Post a Comment